- τόπαρχος
- τόπαρχοςruling over a placemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τόπαρχος — ὁ, ἡ, Α 1. τοπάρχης 2. φρ. «γυνὴ τόπαρχος» οικοδέσποινα (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + αρχος*] … Dictionary of Greek
τοπάρχου — τόπαρχος ruling over a place masc/fem gen sg τοπάρχης governor of a district masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπάρχων — τόπαρχος ruling over a place masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοπάρχῳ — τόπαρχος ruling over a place masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελεσφόρος — I Μυθικός δαίμονας του κύκλου του Ασκληπιού. Bωμός αφιερωμένος σε αυτόν υπήρχε στην Πέργαμο και ένα άγαλμά του στον ιερό περίβολο του Ασκληπιού, μέσα στον ναό της Υγείας. Παριστανόταν με τη μορφή μικρού παιδιού, με ρούχα που κάλυπταν όλο του το… … Dictionary of Greek
τοποκράτωρ — ορος, ὁ Α ο τόπαρχος*, αυτός που κατέχει την εξουσία σε έναν τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + κράτωρ (< κρατῶ, βλ. λ. αυτοκράτορας), πρβλ. πλουτο κράτωρ] … Dictionary of Greek